ὑπερικταίνοντο

ὑπερικταίνοντο
ὑπερικταίνοντο, [ per.] 3pl. [tense] impf. [voice] Pass.,
A hobbled along beneath, in the phrase

γούνατα δ' ἐρρώσαντο, πόδες δ' ὑπερικταίνοντο Od.23.3

: according to Aristarch. it meant ἄγαν ἐπάλλοντο, and other ancient critics gave other explanations, v. EM779.9; a reading ὑποακταίνοντο ( = ἔτρεμον) is mentioned in Hsch.; cf. ἀκταίνω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπερικταίνοντο — ὑπερῑκταίνοντο , ὑπερικταίνομαι imperf ind mp 3rd pl (epic) ὑπερικταίνομαι imperf ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερικταίνομαι — Α (επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ ἐρρώσαντο, πόδες δ ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”